Ερώτηση για τις στρατηγικά λανθασμένες αποφάσεις της προκλητικά αμειβόμενης Διοίκησης της ΔΕΗ για τις οποίες όμως στέλνει το λογαριασμό σε όλη την ελληνική κοινωνία κατέθεσαν σαράντα οκτώ (48) βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με πρωτοβουλία του τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σωκράτη Φάμελλου.
Τονίζουν ότι, ενώ απειλείται η βιωσιμότητα των νοικοκυριών και των παραγωγικών δυνάμεων της Ελλάδας εξαιτίας της πρωτόγνωρης ακρίβειας στην ενέργεια και ειδικότερα στο ηλεκτρικό ρεύμα, με ξεκάθαρη ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αποδεικνύεται πλέον περίτρανα ότι οι «επιτυχίες» της ΔΕΗ στο χρηματιστήριο γίνονται στην πλάτη της ελληνικής κοινωνίας.
Συγκεκριμένα αναδεικνύουν τη λανθασμένη απόφαση της διοίκησης της ΔΕΗ, να θεωρήσει κανόνα και όχι συγκυρία τις χαμηλές τιμές φυσικού αερίου το 2020 και το πρώτο εξάμηνο του 2021 λόγω των παρατεταμένων lockdown, που την οδήγησε στο να προχωρήσει στη σύναψη μεγάλων δανείων με ρήτρα διοξειδίου του άνθρακα και πληρώνουν ακριβά οι καταναλωτές.
Όπως σημειώνουν, η βιαστική, καιροσκοπική και πιθανά χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες απόφαση της διοίκησης της ΔΕΗ έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στους καταναλωτές και στην ελληνική οικονομία αλλά ουδεμία επίπτωση στα οικονομικά της ΔΕΗ. Από τη μία ενώ η ΔΕΗ θα μπορούσε από την αρχή της κρίσης της έκρηξης των τιμών φυσικού αερίου, το φθινόπωρο του 2021, να έχει στο σύστημα και τις 8 διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες, που εν μέσω κρίσης είναι φθηνότερες από την παραγωγή με φυσικό αέριο, λόγω λανθασμένων επιλογών (δάνεια με ρήτρα CO2) αποφάσισε να έχει μόνο 3 μονάδες σε λειτουργία (πολλές μέρες και καμία λιγνιτική !) για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της και τα οικονομικά της αποτελέσματα το 2021 αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις των επιλογών της στην τσέπη των καταναλωτών και συνολικά στην οικονομία της χώρας.
Από την άλλη, η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων και η μη διάθεσή τους στο ηλεκτρικό σύστημα της χώρας και την αγορά, παρατηρήθηκε και στις ώρες αιχμής που επιτρέπει στους παραγωγούς να προσφέρουν τιμές μέχρι και 3000 €/MWh-e, αυξάνοντας το σχετικό κόστος για τους καταναλωτές.
Οι βουλευτές ζητούν από τη ΡΑΕ, ως οφείλει, ως ρυθμιστική αρχή, να ελέγξει αν οι ενέργειες των τεσσάρων κύριων παραγωγών που διαθέτουν θερμική παραγωγή συνιστούν εναρμονισμένες πρακτικές, στις περιόδους υψηλής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και στις ώρες αιχμής του Ελληνικού διασυνδεδεμένου συστήματος παραγωγής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και σχολιάζουν πως δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η στρατηγική της κυβέρνησης Μητσοτάκη και της διοίκησης της ΔΕΗ άνοιξε την πόρτα σε αυτές τις πρακτικές.
Ζητούν τέλος, να αποδοθούν ευθύνες στη Διοίκηση της ΔΕΗ για την επιλογή της να προχωρήσει σε ομολογιακό δανεισμό με ρήτρα διοξειδίου του άνθρακα, με αποτέλεσμα να μη μειώνει το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές αφήνοντας εκτός συστήματος τις λιγνιτικές μονάδες, καθώς και ζητούν να μάθουν εάν έχει υπολογιστεί το κόστος που μεταφέρθηκε σε όλους τους καταναλωτές, η ζημία της ελληνικής οικονομίας και η ενεργειακή φτώχεια που έχει προκαλέσει αυτή η πρόχειρη και λανθασμένη επιλογή της διοίκησης της ΔΕΗ.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ερώτησης:
ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας
Θέμα: «Η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρεώνει τα εγκληματικά λάθη των γαλάζιων παιδιών στους καταναλωτές και δυσφημίζει την πράσινη μετάβαση»
Ενώ η βιωσιμότητα των νοικοκυριών και των παραγωγικών δυνάμεων της Ελλάδας απειλείται εξαιτίας της πρωτόγνωρης ακρίβειας στην ενέργεια, και ειδικότερα στο ηλεκτρικό ρεύμα, με ξεκάθαρη ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αποδεικνύεται πλέον περίτρανα ότι οι «επιτυχίες» της ΔΕΗ στο χρηματιστήριο γίνονται στην πλάτη της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι πλέον σαφές ότι η προκλητικά αμειβόμενη Διοίκηση της ΔΕΗ, με τις ευλογίες της κυβέρνησης, λαμβάνει στρατηγικά λανθασμένες αποφάσεις για τις οποίες όμως στέλνει το λογαριασμό σε όλους μας.
Η συγκυρία του 2020 και του πρώτου εξαμήνου του 2021, που λόγω των παρατεταμένων lockdown οδήγησε σε ιδιαιτέρως χαμηλές τιμές φυσικού αερίου, οδήγησε στη βιαστική απόφαση της ΔΕΗ (βλ. ΡΑΕ, Market Reform Plan for Greece, July 29, 2021) να σταματήσει τη λειτουργία των λιγνιτικών της μονάδων το 2021 αντί του 2023, χωρίς να έχει προβλέψει και να έχει κάνει τις απαραίτητες επενδύσεις για την αντικατάσταση τους με ισοδύναμες μονάδες Α.Π.Ε..
Η διοίκηση της ΔΕΗ, με επιστολή της προς τη ΡΑΕ και τον ΑΔΜΗΕ την 22α Φεβρουαρίου του 2021, ανακοίνωσε την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων τον Αύγουστο του 2021 για οικονομικούς λόγους, επιστολή που δεν έγινε αποδεκτή από τον ΑΔΜΗΕ για λόγους ασφάλειας του συστήματος, δεδομένου ότι η απόσυρση 2.256 MW από το κατανεμημένο σύστημα θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στο ηλεκτρικό σύστημα και στην ασφάλεια εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια της χώρας. (βλ. ΡΑΕ, Market Reform Plan for Greece, July 29, 2021). Εκείνη τη εποχή αρχές του 2021, οι λιγνιτικές μονάδες ήταν ακριβότερες των μονάδων φυσικού αερίου.
Όμως, η διοίκηση της ΔΕΗ, σίγουρη για την στρατηγική της των χαμηλών τιμών φυσικού αερίου, ρίσκαρε και προχώρησε στη σύναψη μεγάλων δανείων με ρήτρα διοξειδίου του άνθρακα, όντας σίγουρη για τον ακαριαίο θάνατο των λιγνιτικών, λόγω φθηνού φυσικού αερίου και υψηλών τιμών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Ο «πράσινος δανεισμός» πέρασε στη δημοσιότητα με έντονους πανηγυρισμούς, διότι η ΔΕΗ έπαιρνε πιο φτηνό χρήμα, αποπλήρωνε παλιά δάνεια και βελτίωνε τα κέρδη της. Όπως όμως τραγικά αποδεικνύεται το βαρύτατο κόστος έπεσε στους καταναλωτές.
Τον Μάρτιο του 2021, η ΔΕΗ εξέδωσε (μέσω Goldman Sachs-HSBC) ομόλογα βιωσιμότητας ύψους 775 εκατομμυρίων ευρώ με ρήτρα μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 40%.
Τον Ιούλιο, μέσω ομολόγου αειφορίας, συγκέντρωσε 500 εκατομμύρια ευρώ με επιτόκιο 3,375% και την υποχρέωση να μειώσει εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 57%.
Τον Αύγουστο εξέδωσε κοινό ομολογιακό δάνειο 300 εκατομμυρίων (Alpha, Eurobank), αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 40% έως το τέλος του 2022.
Αυτός ο δανεισμός της ΔΕΗ όμως προβλέπει συγκεκριμένες ποινές και αυξημένα επιτόκια, εάν διαπιστωθεί ότι αυξάνονται οι εκπομπές λόγω λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων που εκπέμπουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από εκείνες του φυσικού αερίου.
Η βιαστική, καιροσκοπική και πιθανά χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες απόφαση της διοίκησης της ΔΕΗ έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στους καταναλωτές και στην ελληνική οικονομία, αλλά ουδεμία επίπτωση στα οικονομικά της ΔΕΗ. Και αυτό γιατί, για τη ΔΕΗ, το υψηλό κόστος ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο είναι αδιάφορο οικονομικά, εφόσον μέσω των υψηλών τιμών στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας τις μεταφέρει αυτούσιες στους καταναλωτές.
Η ΔΕΗ, με απλά λόγια, μια εταιρεία που το Δημόσιο κατέχει το 34% δεν έχει κανένα κίνητρο αλλά ούτε και στρατηγική αλλά και συμφέρον να συγκρατήσει χαμηλά τις τιμές χονδρικής, τουναντίον μάλιστα, επωφελείται και από τα παιγνίδια των υπολοίπων παικτών που ανεβάζουν τις τιμές στη διάρκεια των ωρών της ημερήσιας αιχμής.
Και αυτό είναι εις βάρος της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας, εφόσον από τα στοιχεία που δημοσιεύονται στο E.E.X. (European Energy Exchange), το μέσο μεταβλητό κόστος παραγωγής λόγω καυσίμου και εκπομπών των μονάδων αυτών κυμαίνεται μεταξύ 170 – 300 €/MWh-e, ενώ για τις λιγνιτικές μονάδες το μέσο μεταβλητό κόστος παραγωγής λόγω καυσίμων και εκπομπών ανέρχεται σε 145 €/MWh-e. Συγκρίνοντας λοιπόν τις τιμές παρατηρούμε ότι οι λιγνιτικές μονάδες είναι πολύ φθηνότερες από τις μονάδες Φ.Α.
Όμως, λόγω του δανεισμού με ρήτρα διοξειδίου του άνθρακα, αυτή την περίοδο (Ιανουάριος αρχές Φεβρουαρίου) η ΔΕΗ λειτουργεί 3 μόνο από τις 8 διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες, αν και γνωρίζει ότι η λειτουργία τους είναι επικερδής. Με απλά λόγια, ενώ θα μπορούσε από την αρχή της έκρηξης των τιμών φυσικού αερίου, το φθινόπωρο του 2021, να έχει στο σύστημα και τις 8 διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες, λόγω λανθασμένων επιλογών (δάνεια με ρήτρα CO2), αποφάσισε να έχει μόνο 3 μονάδες σε λειτουργία (πολλές μέρες και καμία λιγνιτική !) για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της και τα οικονομικά της αποτελέσματα το 2021 αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις των επιλογών της στην τσέπη των καταναλωτών και συνολικά στην οικονομία της χώρας.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο που ώθησε τη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμές πολύ υψηλότερες των 150 €/MWh-e είναι το γεγονός ότι με την απόσυρση των λιγνιτικών και τη μη διάθεση τους στο ηλεκτρικό σύστημα της χώρας και την αγορά, παρατηρήθηκε στις ώρες αιχμής έλλειψη επαρκούς ισχύος που επιτρέπει στους παραγωγούς να προσφέρουν τιμές μέχρι και 3.000 €/MWh-e.
Παρότι η ΡΑΕ οφείλει, ως ρυθμιστική αρχή, να ελέγξει αν οι ενέργειες των τεσσάρων κύριων παραγωγών που διαθέτουν θερμική παραγωγή συνιστούν εναρμονισμένες πρακτικές, στις περιόδους υψηλής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και στις ώρες αιχμής του Ελληνικού διασυνδεδεμένου συστήματος παραγωγής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι η στρατηγική της κυβέρνησης Μητσοτάκη και της διοίκησης της ΔΕΗ άνοιξε την πόρτα για αυτές τις πρακτικές.
Υπάρχουν συνεπώς τεράστιες ευθύνες για τις υπέρογκες επιβαρύνσεις των καταναλωτών ηλεκτρικού ρεύματος με ένα όνομα: κυβέρνηση Μητσοτάκη, καθώς και ευθύνες που πρέπει να αποδοθούν στη Διοίκηση της ΔΕΗ.
Ευθύνες υπάρχουν ακόμη για το ότι, με τις στρατηγικά λάθος επιλογές της κυβέρνησης και της Διοίκησης της ΔΕΗ, δυσφημείται και η αναγκαιότητα της Πράσινης Μετάβασης αφού, οι καταναλωτές, λόγω της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δε βλέπουν κανένα όφελος από τη χωρίς σχέδιο απολιγνιτοποίηση που τους επιβαρύνει και με οικονομικούς όρους.
Βάσει των παραπάνω ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός :
1. Θα αποδοθούν ευθύνες στη Διοίκηση της ΔΕΗ για την επιλογή της να προχωρήσει σε ομολογιακό δανεισμό με ρήτρα διοξειδίου του άνθρακα, με αποτέλεσμα να μη μειώνει το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές αφήνοντας εκτός συστήματος τις λιγνιτικές μονάδες;
2. Έχει υπολογιστεί το κόστος που μεταφέρθηκε σε όλους τους καταναλωτές, η ζημία της ελληνικής οικονομίας και η ενεργειακή φτώχεια που έχει προκαλέσει αυτή η πρόχειρη και λανθασμένη επιλογή της διοίκησης της ΔΕΗ; Η γαλάζια διοίκηση της ΔΕΗ θα απολαύσει τα χρυσά μπόνους που της έχει προβλέψει ο κος Μητσοτάκης ή θα ζητηθεί άμεσα η παραίτηση της;
3. Θα διερευνήσει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας εάν η μη συμμετοχή όλων των διαθέσιμων λιγνιτικών μονάδων στις περιόδους υψηλής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και στις ώρες αιχμής του Ελληνικού διασυνδεδεμένου συστήματος παραγωγής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας οδηγεί σε κρίση επάρκειας και στην υλοποίηση εναρμονισμένων πρακτικών, δηλαδή καρτέλ, όπως καταγγέλλει και η ελληνική βιομηχανία;
Οι Ερωτώντες Βουλευτές
Φάμελλος Σωκράτης
Αβραμάκης Ελευθέριος
Αλεξιάδης Τρύφωνας
Αραχωβίτης Σταύρος
Αυγέρη Θεοδώρα (Δώρα)
Αυλωνίτης Αλέξανδρος - Χρήστος
Βαρδάκης Σωκράτης
Βαρεμένος Γιώργος
Βέττα Καλλιόπη
Γιαννούλης Χρήστος
Γκαρά Αναστασία (Νατάσα)
Γκιόλας Γιάννης
Δρίτσας Θεόδωρος
Ζαχαριάδης Κώστας
Ζεϊμπέκ Χουσεΐν
Ζουράρις Κωνσταντίνος
Ηγουμενίδης Νίκος
Θραψανιώτης Εμμανουήλ
Καλαματιανός Διονύσιος – Χαράλαμπος
Κασιμάτη Νίνα
Κάτσης Μάριος
Καφαντάρη Χαρούλα (Χαρά)
Λάππας Σπυρίδων
Μάλαμα Κυριακή
Μαμουλάκης Χαράλαμπος (Χάρης)
Μάρκου Κωνσταντίνος
Μεϊκόπουλος Αλέξανδρος
Μιχαηλίδης Ανδρέας
Μπάρκας Κωνσταντίνος
Μπουρνούς Γιάννης
Μωραΐτης Αθανάσιος (Θάνος)
Νοτοπούλου Κατερίνα
Ξενογιαννακοπούλου Μαριλίζα
Παπαδόπουλος Αθανάσιος (Σάκης)
Παπαηλιού Γιώργος
Παπανάτσιου Κατερίνα
Πέρκα Θεοπίστη (Πέτη)
Πούλου Παναγιού (Γιώτα)
Σαντορινιός Νεκτάριος
Σαρακιώτης Γιάννης
Σκουρολιάκος Παναγιώτης (Πάνος)
Σκούφα Ελισσάβετ (Μπέττυ)
Συρμαλένιος Νίκος
Τζούφη Μερόπη
Φίλης Νίκος
Φωτίου Θεανώ
Χρηστίδου Ραλλία
Ψυχογιός Γεώργιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου